ΔΙΑΤΡΟΦΗ.

Έλλειψη και περίσσεια πρωτείνης

%ce%b1%cf%85%ce%b3%ce%bf%cf%84%cf%81%ce%bf%cf%86%ce%ae_eggfood-minΚατά τους  κτηνιάτρους πτηνών συντροφιάς, η έλλειψη ή η περίσσεια πρωτεΐνης, αποτελεί ένα από τα συχνότερα διατροφικά προβλήματα.Στην σημερινή εποχή όπου οι αυγοτροφές και τα συμπληρώματα έχουν κατακλύσει την αγορά, ειδικά η έλλειψη της πρωτεΐνης φαντάζει υπερβολική. Ωστόσο το πρόβλημα είναι αρκετά σοβαρό και πολύπλοκο. 
Οι ανάγκες των πτηνών συντροφιάς σε πρωτεΐνη, εξαρτώνται κυρίως από το είδος, την ηλικία και την εποχή, ενώ η επαρκής αφομοίωση της πρωτεΐνης από τον οργανισμό των πτηνών εξαρτάται κυρίως από την βιολογική της αξία.

1) Βιολογική αξία
Η πρωτεΐνη αποτελείται από δομικά υλικά που ονομάζονται αμινοξέα. Υπάρχουν 22 διαφορετικά αμινοξέα. Τα πτηνά όμως είναι ανίκανα να συνθέσουν 8 από αυτά.
Αυτό συμβαίνει διότι τα πτηνά δεν διαθέτουν εξειδικευμένο στομάχι με ανεπτυγμένη μικροβιακή χλωρίδα, όπως π.χ. τα μηρυκαστικά. Για τον λόγο αυτόν, τα αμινοξέα αυτά καλούνται «βασικά».
Οι φυτικές τροφές και οι σπόροι (εκτός εξαιρέσεων), δεν περιέχουν βασικά αμινοξέα. Αυτό σημαίνει ότι, όταν ένα πτηνό καταναλώνει π.χ. ένα μείγμα σπόρων (δημητριακών και ελαιούχων), μαζί με φρούτα και λαχανικά, το ποσοστό της ακατέργαστης πρωτεΐνης, κυμαίνεται από 20-30%, αλλά το πτηνό μπορεί να αξιοποιήσει μόνο το 12-15%. Το υπόλοιπο διαλύεται και αποβάλετε μέσω των νεφρών.
Το πτηνό δηλαδή μπορεί να φτιάξει ένα μόριο πρωτεΐνης από τους σπόρους που έφαγε, αλλά  δεν υπάρχει σε αυτούς το αμινοξύ π.χ. της λυσίνης για να φτιάξει ένα δεύτερο.
Έτσι τα αμινοξέα αυτά ονομάζονται και «περιοριστικά».
Προσθέτοντας στο σιτηρέσιο των πτηνών τα περιοριστικά αμινοξέα μέσω ζωικών κυρίως τροφών όπως είναι τα αυγά, οι αυγοτροφές και οι εντομοτροφές του εμπορίου κ.λ.π., τα πτηνά μπορούν να αξιοποιήσουν καλύτερα την φυτική πρωτεΐνη που καταναλώνουν.
2) Ποσοστό πρωτεΐνης ανά είδος, ηλικία και εποχή.
Έρευνες έχουν αποδείξει ότι ο πεπτικός σωλήνας και οι ανάγκες σε πρωτεΐνη των περισσότερων σποροφάγων πτηνών, παρουσιάζουν ομοιότητα με τα πουλερικά.
Πειράματα σε ψιττακοειδή έδειξαν ότι αναπτύσσονται καλύτερα όταν διατρέφονται, από την γέννηση έως τον απογαλακτισμό, με ποσοστό πρωτεΐνης 20 -25%.
Καναρίνια μεγαλόσωμων τύπων (Border, Yorkshire κ.λ.π) χρειάζονται επίσης ποσοστό από 25 – 30%, κατά την ανάπτυξή τους.
Παρόμοια ποσοστά χρειάζονται και τα περισσότερα Finches.
H μετέπειτα περίοδος ανάπτυξης και αναπαραγωγής απαιτεί ένα ποσοστό 18 -20%, ενώ η συντήρηση ένα 14 -16%.
Τα εντομοφάγα πτηνά χρειάζονται 25 – 70%, ανάλογα με το είδος, την ηλικία και την εποχή επίσης.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
%ce%b1%cf%81%cf%87%ce%b5%ce%af%ce%bf-%ce%bb%ce%ae%cf%88%ce%b7%cf%82Η πρωτεΐνη που αξιοποιείτε από τα μίγματα των σπόρων (12 – 15%), δεν επαρκεί για την περίοδο της ανάπτυξης, της αναπαραγωγής και της πτερόρροιας.
Στην φύση τα διάφορα finches ταΐζουν τους νεοσσούς με αρκετά έντομα, κάμπιες και σκουλήκια ανεβάζoντας το ποσοστό της πρωτεΐνης αρκετά πάνω από το 18% που περιέχει το αυγό και οι αυγοτροφές.
Συνεπώς η χρήση εντομοτροφής και ζωντανής τροφής είναι απαραίτητη σε αυτά τα είδη την περίοδο της ανάπτυξης των νεοσσών.
Στα καναρίνια επίσης η χορήγηση υψηλότερου ποσοστού πρωτεΐνης (22 – 25%) την περίοδο της ανάπτυξης έχει δώσει καλύτερα αποτελέσματα από την χορήγηση του αυγού και των αυγοτροφών. Τα αποτελέσματα αυτά είναι εμφανή στην γρήγορη ανάπτυξη του σώματος και του φτερώματος και στην καλύτερη υγεία και βιωσιμότητα των νεοσσών. Στις υπόλοιπες περιόδους (αναπαραγωγή, πτερόρροια και συντήρηση) η χρήση του αυγού και των αυγοτροφών παρέχει ικανοποιητικό ποσοστό πρωτεΐνης για τις ανάγκες των καναρινιών.
Ωστόσο είμαστε σίγουροι ότι το πτηνό μας θα καταναλώσει επαρκή ποσότητα αυγοτροφής; Ποίοι είναι οι παράγοντες που μπορούν να μειώσουν την απορροφητικότητα του εντέρου και την ισορροπία του σιτηρεσίου έτσι ώστε να μην προσλαμβάνετε ικανοποιητικό ποσοστό πρωτεΐνης;
Η μείωση της απορροφητικότητας του εντέρου μπορεί να προέλθει από στρές, από προσβολή παρασίτων ή βακτηρίων και από χορήγηση αντιβιοτικών, ενώ μη ισορροπημένο σιτηρέσιο παρέχεται στα πτηνά από άγνοια διατροφής, από μονομερή ή απεριόριστη διατροφή, από ληγμένη η κακώς συντηρημένη τροφή, από συνωστισμό κ.λ.π.

Α. Μείωση της απορροφητικότητας του εντέρου. 

1. Στρές.
Στο λεπτό έντερο των πτηνών γίνεται το μεγαλύτερο μέρος της πέψης και κυρίως η πρωτεολυτική φάση, δηλαδή η διάσπαση των πρωτεϊνών. Σε αυτό συμβάλλουν οι κινήσεις του εντέρου καθώς και η έκκριση των γαστρικών υγρών.
Η κινητικότητα όμως του εντέρου καθώς και η έκκριση των γαστρικών υγρών, αναστέλλονται με την παρουσία αδρεναλίνης, η οποία παράγεται σε περιπτώσεις στρεσαρίσματος.
Περίοδοι στρές θεωρούνται, η 1η εβδομάδα της ζωής των νεοσσών, η περίοδος απογαλακτισμού, ο συνωστισμός στην φωλιά και αργότερα κατά την ανάπτυξή τους, η αναπαραγωγή και η πτερόρροια. Δηλαδή όλες οι περίοδοι κατά τις οποίες τα πτηνά χρειάζονται αυξημένα ποσοστά πρωτεΐνης!
2. Παρασιτικές – Βακτηριακές μολύνσεις.
Οι μολύνσεις του εντέρου από παράσιτα (έλμνιθες, κοκκίδια κ.λ.π) και βακτήρια, μειώνουν την ωφέλιμη μικροβιακή χλωρίδα και προκαλούν φλεγμονές στον εντερικό βλεννογόνο των πτηνών.
Αυτό επηρεάζει αρνητικά την απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών και συνεπώς και των πρωτεϊνών.
3. Χορήγηση αντιβιοτικών.
Είναι γνωστό ότι τα αντιβιοτικά, οι σουλφοναμίδες κ.λ.π, καταστρέφουν εκτός από την βλαβερή και την ωφέλιμη μικροβιακή χλωρίδα του εντέρου των πτηνών.
Συνεπώς μειώνεται και η απορροφητικότητα των θρεπτικών συστατικών και των πρωτεϊνών.

Β. Μη ισορροπημένο σιτηρέσιο. 

1. Άγνοια διατροφής.
Πολλοί εκτροφείς αγνοούν την σημασία που έχει η βιολογική αξία της πρωτεΐνης, καθώς και την απαραίτητη παρουσία της (σε υψηλά ποσοστά) στην διατροφή, σε περιόδους όπως είναι η ανάπτυξη των νεοσσών, η αναπαραγωγή και η πτερόρροια (δες 1ο μέρος).
Η ανεπάρκεια πρωτεϊνών στο σιτηρέσιο των πτηνών συντροφιάς προκαλεί καθυστέρηση της ανάπτυξης, μείωση της αυγοπαραγωγής, προβλήματα στο φτέρωμα (απώλεια στιλπνότητας, αποχρωματισμό, πτερόρροια κ.λ.π), κανιβαλισμό κ.α.
2. Μονομερής διατροφή.
Η παροχή σιτηρεσίου που αποτελείται μόνο από μείγμα σπόρων, φρούτα και λαχανικά, στερείται βασικών αμινοξέων όπως αναλύσαμε στο 1ο μέρος.
Ωστόσο υπάρχουν φυτικές τροφές και σπόροι οι οποίοι διαθέτουν βασικά αμινοξέα και μπορούν να προσφερθούν εναλλακτικά στην διατροφή των πτηνών συντροφιάς.
Τις πηγές αυτές θα τις παρουσιάσουμε στο τελευταίο κεφάλαιο της ενότητας.
3. Απεριόριστη ή λανθασμένη διατροφή.
Η χρησιμοποίηση ελαιούχων σπόρων (κανναβούρι, νίζερ, ρούπσεν, ηλιόσπορος κ.λ.π), σε μεγάλο ποσοστό στο σιτηρέσιο των πτηνών, περιορίζει την κατανάλωση της  αυγοτροφής ή της εντομοτροφής, εξαιτίας της κάλυψης των ενεργειακών αναγκών.
Ο μόνος λόγος που τα πτηνά τρώνε , είναι για να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες. Τα φυτικά έλαια που περιέχονται στους ελαιούχους σπόρους, έχουν μεγάλη ενεργειακή αξία (περίπου 2-3 φορές μεγαλύτερη από αυτή των δημητριακών όπως το κεχρί, η βρώμη κ.λ.π).
Τα πτηνά ενστικτωδώς θα προτιμήσουν τους ελαιούχους σπόρους, αφήνοντας τους σπόρους δημητριακών στην ταΐστρα.
Πολλοί εκτροφείς ξαναγεμίζουν την ταΐστρα των καλομαθημένων αυτών πτηνών, αγνοώντας ότι έτσι συμβάλουν στην μη ισορροπημένοι διατροφή τους και φυσικά και στην μείωση του τελικού ποσοστού της πρωτεΐνης που προσλαμβάνουν τα πτηνά από τα συμπληρώματα.
Το πρόβλημα το καλοκαίρι είναι πιο έντονο καθώς η ανάγκη πρόσληψης θερμίδων από τα πτηνά μειώνεται.
Οι λιπαρές ουσίες επιδρούν ευνοϊκά στην πεπτικότητα των πρωτεϊνών, με την προϋπόθεση ότι δεν θα ξεπεράσουν ορισμένα όρια.
4. Ληγμένη ή κακώς συντηρημένη τροφή.
Η διατήρηση των τροφών (σπόρων, αυγοτροφών, συμπληρωμάτων κ.λ.π) πέραν της ημερομηνίας λήξης τους, σε συνδυασμό και με περιβάλλον υψηλής θερμοκρασίας, συνεπάγεται ελάττωση της πεπτικότητάς τους.
Οι πρωτεΐνες συγκεκριμένα με την επίδραση φυσικών παραγόντων όπως η θερμότητα, μπορούν να υποστούν μετουσίωση με αποτέλεσμα να χάσουν χαρακτηριστικές τους ιδιότητες ή να εμφανίσουν μειωμένη πεπτικότητα.
5. Συνωστισμός.
img_3650Σε περιπτώσεις υπερπληθυσμού όπως συμβαίνει σε κλούβες ανάπτυξης νεοσσών ή διατήρησης θηλυκών, καθώς και σε νεοσσούς στην φωλιά, υπάρχει ανταγωνισμός και ορισμένα πτηνά δεν θα μπορούν να προσλάβουν επαρκή ποσότητα τροφής  (σπόρων ή συμπληρωμάτων). Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση των νεοσσών που εκκολάπτονται διαφορετική ημέρα.
Στην πρώτη περίπτωση η τοποθέτηση μεγάλων δοχείων τροφής και η αποφυγή του συνωστισμού, αποτρέπει τον υποσιτισμό των πτηνών και την μικρή πρόσληψη πρωτεΐνης.
Στην δεύτερη περίπτωση η τοποθέτηση ψεύτικων αυγών και το επιπλέον τάισμα (2-3 φορές την ημέρα), με ειδική τροφή ανάπτυξης που παρέχεται στους νεοσσούς με σύριγγα, αποτελεί την καταλληλότερη λύση.
Είναι προφανές από την προηγούμενη ενότητα ότι πριν από μερικά χρόνια, τα διατροφικά προβλήματα όπως η έλλειψη πρωτεΐνης, ήταν πολύ συχνά στους  εκτροφείς πτηνών συντροφιάς.
Μία τροφή σπόρων (κελαιδίνη) θεωρούνταν καλή, αν είχε μεγάλο ποσοστό ελαιούχων σπόρων, αν «σκούραινε» (η τροφή), από το νίζερ, το ρούπσεν και το κανναβούρι!
Όσον αφορά τις «βιταμίνες» (αυγοτροφές – εντομοτροφές), ούτε λόγος για «ακριβή» premium, συσκευασμένη τροφή.
Η γνώση επίσης της καλής κατάστασης του πεπτικού συστήματος δεν ήταν ευρέως γνωστή και τα εντερικά προβλήματα ήταν πάρα πολλά.
Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει προς το καλύτερο. Η μεγάλη εξάπλωση των premium συμπληρωμάτων, έχει μειώσει σημαντικά τα διατροφικά προβλήματα όπως την έλλειψη πρωτεΐνης, τουλάχιστον από τους εκτροφείς.
Ωστόσο ο μεγάλος αριθμός προϊόντων στην αγορά, προκαλεί σύγχυση στο μεγαλύτερο μέρος των εκτροφέων που δεν διαθέτει την απαραίτητη γνώση για την αγορά του κατάλληλου προϊόντος.
Όλοι οι παράγοντες που ευθύνονται για την μη επαρκή αφομοίωση των θρεπτικών συστατικών ή ο λανθασμένος τρόπος χορήγησης, οδηγεί συχνά σε μη ικανοποιητικά αποτελέσματα, που έχουν σαν επακόλουθο την υπερδοσολογία από τους εκτροφείς.
Το πλεόνασμα όμως της πρωτεΐνης (ειδικά μικρής βιολογικής αξίας από φθηνές φυτικές πηγές), μπορεί να προκαλέσει κατακράτηση προϊόντων αποσύνθεσης (ουρικών αλάτων) σε διάφορα όργανα όπως στα νεφρά, στο συκώτι, στις αρθρώσεις (ουρική αρθρίτιδα, συχνή σε εντομοσποροφάγα πτηνά) κ.λ.π.
Συνοψίζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι η έλλειψη ή η περίσσεια της πρωτεΐνης είναι ένα διατροφικό πρόβλημα που μπορεί να συμβεί στον κάθε εκτροφέα κάτω από ορισμένες συνθήκες όπως:

1.Από έλλειψη χώρου εκτροφής και χρόνου για επαρκή καθαριότητα
(συνωστισμός, στρές, πεπτικά προβλήματα κ.λ.π).

2.Από άγνοια σωστής διατροφής των πτηνών (ανά ηλικία, εποχή, υψηλοθερμιδικό σιτηρέσιο, φθηνές τροφές κ.λ.π).
Πρέπει συνεπώς οι εκτροφείς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στο σωστό ποσοστό και την βιολογική αξία της πρωτεΐνης, καθώς και στην καλή κατάσταση της υγείας και του πεπτικού συστήματος των πτηνών, χωρίς την χρήση φαρμακευτικών ουσιών (όπου είναι δυνατόν), αλλά με την χορήγηση φυτικών φαρμάκων και ανοσοενισχυτικών ουσιών.
Επίσης ο περιορισμός των ελαιούχων σπόρων και η επιπλέον ποικιλία σε σπόρους δημητριακών, οδηγούν στην επαρκή κατανάλωση μιας ευρύτερης ποικιλίας συμπληρωμάτων διατροφής από τα πτηνά και σε ένα πιο ισορροπημένο σιτηρέσιο χωρίς την πιθανή έλλειψη θρεπτικών συστατικών όπως οι πρωτεΐνες.

ΠΗΓΕΣ ΠΡΩΤΕΪΝΩΝ 

Βασική προϋπόθεση για την σύνθεση ενός σιτηρεσίου που θα εξασφαλίζει το κατάλληλο ποσοστό πρωτεΐνης, αποτελεί η γνώση τόσο της περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη των τροφών, όσο και ο βαθμός πεπτικότητάς της από τα πτηνά.
Με βάση τον βαθμό πεπτικότητας, που έχει σχέση με την βιολογική αξία της πρωτεΐνης, χωρίζουμε τις τροφές σε δύο κατηγορίες:
1. Σε τροφές ζωικής προέλευσης και
2. Σε τροφές φυτικής προέλευσης.

1.ΤΡΟΦΕΣ ΖΩΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 

Στα πτηνά συντροφιάς (σποροφάγα, εντομοφάγα), οι τροφές ζωικής προέλευσης που προσφέρονται συνήθως από τους εκτροφείς, προέρχονται από τροφές για ανθρώπινη κατανάλωση, π.χ. αυγά, κρέας ή τυρί (για ψιττακοειδή), ή από βιομηχανοποιημένες τροφές και συμπληρώματα του εμπορίου όπως αυγοτροφές, εντομοτροφές, σκευάσματα αμινοξέων κ.λ.π.
Επίσης μπορεί να προέρχονται από εκτροφή, όπως συμβαίνει στις ζωντανές τροφές (mealworms).

2.ΤΡΟΦΕΣ ΦΥΤΙΚΗΣ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ 

Οι τροφές φυτικής προέλευσης (όπως ήδη αναφέρθηκε), παρουσιάζουν έλλειψη σε βασικά αμινοξέα, γι’αυτό και η βιολογική αξία της πρωτεΐνης σε αυτά είναι μικρή για τα πτηνά. Συνεπώς ο βαθμός πεπτικότητας των φυτικών πρωτεϊνών είναι μικρότερος σε σχέση με τις ζωικές.
Η ανάλυση των σπόρων που προσφέρονται στα πτηνά συντροφιάς φανερώνει ότι η λυσίνη και η μεθειονίνη απουσιάζουν, όπως επίσης και η θρεονίνη από ορισμένους. Η σερίνη, η κυστίνη και η τυροσίνη δεν ανήκουν στα βασικά αμινοξέα, περιλαμβάνονται όμως σε αυτά, διότι στα πτηνά βοηθούν στο σχηματισμό της γλυκίνης, της μεθειονίνης και της φενυλαλανίνης.
Ωστόσο κάτω από ορισμένες συνθήκες, η κυστίνη μπορεί να μην επαρκεί για την σύνθεση της μεθειονίνης, ειδικά αν στο σιτηρέσιο των πτηνών το ποσοστό αυτού του αμινοξέως είναι πολύ μικρό.
Η κυστίνη χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό του πτερώματος των πτηνών σε μεγαλύτερο ποσοστό από ότι άλλα αμινοξέα. Επομένως κατά την διάρκεια της ανάπτυξης του πτερώματος η σχετική απαίτηση σε κυστίνη είναι μεγαλύτερη.
Για την αποφυγή όλων αυτών των προβλημάτων μπορούν να προσφερθούν στα πτηνά συντροφιάς συμπληρωματικά, ορισμένες φυτικές τροφές οι οποίες διαθέτουν βασικά αμινοξέα στην σύνθεσή τους. Ο βαθμός πεπτικότητας αυτών των τροφών, πλησιάζει ή και ξεπερνάει ακόμη τον βαθμό πεπτικότητας των ζωικών πρωτεϊνών!
Σε αυτές συγκαταλέγονται διάφοροι σπόροι όπως ο ηλιόσπορος και το γιαπωνέζικο κεχρί, καρποί όπως η σόγια,  η γύρη των λουλουδιών και ορισμένα φύκια όπως η σπιρουλίνα.
Τέλος πρέπει να αναφέρουμε ότι ακριβείς διατροφικές μελέτες με διάφορες πρωτεϊνικές τροφές, ανά είδος, ηλικία και εποχή, δεν έχουν γίνει στα πτηνά συντροφιάς (σε αντίθεση με τα παραγωγικά πτηνά).
Έτσι η παροχή συνδυασμού διαφόρων φυσικών πηγών πρωτεϊνών στα πτηνά συντροφιάς, απαιτεί γνώσεις διατροφής των πτηνών και εμπειρία στα συγκεκριμένα είδη.
Πειράματα έχουν δείξει ότι, σιτηρέσιο με 32% πρωτεΐνη, είχε σαν αποτέλεσμα να παρουσιαστούν προβλήματα στο 17% των ποδιών σε παπαγάλους. Ποσοστό πρωτεΐνης 24%, παρουσίασε προβλήματα στο 3% του πληθυσμού και ποσοστό 14% δεν προκάλεσε κανένα απολύτως πρόβλημα.
Πλεόνασμα πρωτεΐνης σε συνδυασμό με έλλειψη βιταμίνης Α, μπορεί να προκαλέσει επίσης προβλήματα στα νεφρά.
Σε περίπτωση λοιπόν που δεν υπάρχουν διατροφικές γνώσεις, είναι προτιμότερο να παρέχονται στα πτηνά αυγοτροφές ή εντομοτροφές του εμπορίου από σοβαρές βιομηχανίες τροφών  και να τηρείται η δοσολογία του κατασκευαστή για την αποφυγή τυχόν προβλημάτων από έλλειψη ή περίσσεια πρωτεΐνης. Σε διαφορετική περίπτωση (χρήση φυσικών τροφών – σπιτικών συνταγών κλπ), είναι καλό να συμβουλευόμαστε πρώτα κάποιον ειδικό στην διατροφή των πτηνών, πριν προχωρήσουμε μόνοι μας στην χορήγησή τους.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 

1. Σελέκος Β. Τα κυριότερα διατροφικά προβλήματα των πτηνών συντροφιάς. Ημερίδα παθολογίας και διατροφής των πτηνών συντροφιάς και της περιστέρας. Λαμία, 1999.

2. Βασιλόπουλος Β. Διατροφή θηλαστικών και πτηνών, Θεσσαλονίκη 1992

Advertisement